- βορειοδυτικός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ βορρά και δύσης2. εκείνος που είναι στραμμένος ή που προέρχεται από σημείο μεταξύ βορρά και δύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βορειοδυτικός — ή, ό επίρρ. βορειοδυτικά αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο βορά και τη δύση ή κατευθύνεται προς τα εκεί ή προέρχεται από εκεί: Ο ήλιος χάνεται γρήγορα από τη βορειοδυτική παραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πονεντομαΐστρος — και μπουνεντομαΐστρος, ο, Ν 1. δυτικός, βορειοδυτικός άνεμος, αλλ. σκιρωνοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πονεντομαΐστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονέντες + μαΐστρος «βορειοδυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… … Dictionary of Greek
αργεστής — ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α) 1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου) 2. ο λευκός 3. (κύρ. όν.) Αργέστης ο βορειοδυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) και το… … Dictionary of Greek
ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μαΐστρος — ο (Μ μαΐστρος και μαγίστρος) ήπιος βορειοδυτικός άνεμος, που πνέει κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, αλλ. σκίρωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistro] … Dictionary of Greek
μαϊστράλι — το βορειοδυτικός μέτριος ή και περισσότερο από μέτριος σε ένταση άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistral] … Dictionary of Greek